Ο Νίκος Πατσιούρας είναι 57 ετών, συνταξιούχος πλέον της ΔΕΗ, και ασχολείται με την καλλιέργεια του κρόκου από τότε που θυμάται τον εαυτό του, όταν ούτε συνεταιρισμός υπήρχε, το προϊόν πωλούνταν χύμα και οι έμποροι πλήρωναν όσο όσο τους παραγωγούς.
Τα χωράφια τα έχει κληρονομήσει από τον προπάππο του, καθώς η σχέση της οικογένειας Πατσιούρα με το περιζήτητο σήμερα σαφράν (μια από τις πολλές ονομασίες του κρόκου, όπως επίσης ζαφορά) κρατάει από τον 19ο αιώνα - ίσως και ακόμη πιο πίσω - όταν σύμφωνα με την ιστορία κοζανίτες έμποροι, που εκείνη την εποχή διατηρούσαν στενές εμπορικές σχέσεις με την Αυστρία, μετέφεραν την καλλιέργειά του στην περιοχή.
Το 1971, ο πατέρας του μαζί με άλλους κατοίκους της περιοχής Τσαρτσαμπά Κοζάνης, στην οποία ευδοκιμεί το φυτό, είχαν την προνοητικότητα να συστήσουν έναν φορέα με το αποκλειστικό δικαίωμα της συλλογής, συσκευασίας και διακίνησης του κρόκου - τον σημερινό Αναγκαστικό Συνεταιρισμό Κροκοπαραγωγών Κοζάνης - διασφαλίζοντας έτσι την ποιότητά του και αποφεύγοντας τη νοθεία που γινόταν στο παρελθόν από έλληνες και ξένους εμπορομεσίτες, που αλώνιζαν στην περιοχή.
Η χρυσή δεκαετία του '80.
Τα χρόνια που ακολούθησαν ο Νίκος Πατσιούρας, με κύριο επάγγελμα στα ορυχεία της Πτολεμαΐδας, είδε το εισόδημά του από τον κρόκο να αυξάνεται. Θυμάται τη χρυσή εποχή της δεκαετίας του '80, όταν εξαιτίας του πολέμου Ιράκ - Ιράν και της αδυναμίας του τελευταίου να εξάγει κρόκο (είναι από τις βασικές παραγωγές χώρες), η τιμή του είχε πιάσει τα 1.500 δολάρια το κιλό! Στη δεκαετία του '90 το προϊόν τυποποιήθηκε, ενώ ο συνεταιρισμός στον οποίο κατέχει αμισθί την τιμητική θέση του προέδρου πέτυχε το 1998 να αναδειχθεί σε Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα καλλιεργούμενα στρέμματα στην περιοχή έφτασαν ακόμη και τα 10.000, η παραγωγή τους 10-12 τόνους ετησίως και χάρη στο επιθετικό μάρκετινγκ η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο ίδιος - όπως και οι υπόλοιπες οικογένειες-μέλη του συνεταιρισμού - δεν προλάβαιναν να την καλύψουν.
Προτιμούσαν το Δημόσιο.
Και μετά ήρθε η «κοιλιά». Από το 1998 ώς το 2007 η παραγωγή έπεσε στα 3.000 στρέμματα και στον 1,5 τόνο κρόκου, αφού όλο και περισσότεροι άρχισαν να εγκαταλείπουν την καλλιέργεια - «ψάχνοντας να βολευτούν κάπου στο Δημόσιο ή στη ΔΕΗ» όπως παραδέχεται ο κ. Πατσιούρας - με τους νέους ανθρώπους να παρατούν τα χωράφια, που έτσι νοικιάζονταν σε τρίτους για καλλιέργεια π.χ. σιταριού με ελάχιστη απόδοση. Οι δικαιολογίες πολλές. Είχαν πέσει οι τιμές, αλλά η κυριότερη έχει να κάνει με τη δουλειά που είναι σκληρή, καθώς κατά τη συγκομιδή (διαρκεί μόλις 20 ημέρες από τα μέσα Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου) για να συλλέξει κάποιος ένα κιλό αποξηραμένων στιγμάτων πρέπει να μαζέψει 150.000 άνθη από περίπου ένα στρέμμα. Εν συνεχεία διαχωρίζει τα πέταλα από τα στίγματα που είναι ο κρόκος, καθώς και τους στήμονες, δουλειά που παίρνει ημέρες. «Είχαμε απελπιστεί», λέει ο κοζανίτης παραγωγός. «Πέρυσι εταιρείες από την Ισπανία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά ζητούσαν ποσότητες αλλά προϊόν δεν υπήρχε, με αποτέλεσμα να χαθούν αγορές στις οποίες εξάγεται το 30% της εγχώριας παραγωγής, δηλαδή γύρω στα 600-700 κιλά».
Η κρίση όμως έχει και τα καλά της και φέτος η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Εκατό με εκατόν πενήντα οικογένειες, ανάμεσά τους νέοι άνθρωποι, αποφάσισαν για πρώτη φορά φέτος να βάλουν κρόκο, προσθέτοντας 1.000 στρέμματα στη συνολική καλλιεργούμενη έκταση, που φτάνει πλέον τα 4.000 στρέμματα, με τις εκτιμήσεις να θέλουν από τον Μάιο και μετά να αυξάνεται και άλλο, στα 5.000. Στην Κοζάνη, ο κόσμος ξαναπιάνει την τσάπα, αφού ο νομός είναι ο... πρωταθλητής Ελλάδας στην ανεργία, με 25% επισήμως (που φτάνει το 30% στους νέους κάτω των τριάντα ετών), λόγω της κάμψης της απασχόλησης στη ΔΕΗ, τον επί δεκαετίες μοναδικό σχεδόν εργοδότη της περιοχής.
Καθαρά 1.000 ευρώ το κιλό.
Τι εισόδημα λοιπόν αποφέρει στον 57χρονο συνταξιούχο η ενασχόληση με τον κρόκο; «Γύρω στα 10.000 ευρώ τον χρόνο», απαντά, καθώς καλλιεργεί δέκα στρέμματα. Και κάθε στρέμμα δίνει ένα κιλό κρόκου, το οποίο αφήνει στον παραγωγό 1.200 ευρώ μεικτά (μείον 250 ευρώ καλλιεργητικά έξοδα), δηλαδή 1.000 ευρώ καθαρά. Τώρα, στόχος του είναι να κερδηθούν ξανά οι παραδοσιακές ξένες αγορές (Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία, Καναδάς, ΗΠΑ) και παράλληλα να ανοίξουν νέες.
Ποιες είναι οι καινούργιες; Κατ' αρχάς η Ρωσία και οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης όπου ήδη εξάγονται κάποιες μικρές παρτίδες, έπειτα οι σκανδιναβικές χώρες και εν συνεχεία οι αραβικές, με πρώτες και καλύτερες τη Σαουδική Αραβία και το Ντουμπάι. «Εχω βάλει στόχο να κλείσουμε συμφωνίες για 500 κιλά κρόκου τον χρόνο με αλυσίδες σούπερ μάρκετ στην Αραβική Χερσόνησο και την Ανατολική Ευρώπη» λέει ο κοζανίτης παραγωγός, που για τον λόγο αυτόν συμμετέχει σε ένα συγχρηματοδοτούμενο από την ΕΕ πρόγραμμα για την προβολή παραδοσιακών προϊόντων σε τρίτες χώρες. Ο συνεταιρισμός συνεργάζεται από το 2008 με την εταιρεία καλλυντικών Κορρές (διανέμει ροφήματα με βάση τον κρόκο σε επτά γεύσεις) και πρόσφατα με την εταιρεία Μέλι Αθηνών για την κυκλοφορία μελιού με κρόκο.
Η ιστορία του κρόκου.
Ο κρόκος έλκει την καταγωγή του από την Ανατολή, απ' όπου οι σταυροφόροι τον μετέφεραν τον 13ο αιώνα στην Ευρώπη. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Ελλάδα κατά τη Μεσομινωική Περίοδο. Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι με την κροκοκαλλιέργεια καταγίνονταν οι Ελληνες, τόσο κατά τους μακεδονικούς, όσο και κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Με τις εκστρατείες, μάλιστα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου διαδόθηκε στην Ανατολή.
Του Γιώργου Φιντικάκη
Πηγή ΤΑ ΝΕΑ
3-4.12.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου