Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Ηταν κάποτε το ΠΙΛ ΠΟΥΛ (Πιλοποιείο Ηλία Πουλόπουλου)



Εικόνα απο το παρελθόν. Γωνιές της Αθήνας που εξαφανίστηκαν στη δίνη του χρόνου και χώροι που άλλαξαν χρήση. Η αίθουσα σήμερα έχει μετατραπεί σε σημείο αναφοράς για τον πολιτισμό υπό τη σκέπη του Δήμου Αθηναίων.

Εικόνα απο το παρελθόν. Γωνιές της Αθήνας που εξαφανίστηκαν στη δίνη του χρόνου και χώροι που άλλαξαν χρήση. Η αίθουσα σήμερα έχει μετατραπεί σε σημείο αναφοράς για τον πολιτισμό υπό τη σκέπη του Δήμου Αθηναίων.
Το παλιό πιλοποιείο στο Θησείο έγινε γνωστό ως «ΠΙΛ -ΠΟΥΛ», την εποχή που οι Αθηναίοι δεν κυκλοφορούσαν ασκεπείς. Ηταν τα χρόνια που οι μηχανές λειτουργούσαν ακόμη στη συμβολή των οδών Θεσσαλονίκης και Ηρακλειδών, δίπλα στις ράγες του ηλεκτρικού. Ιδρυτής ο Ηλίας Πουλόπουλος (1850 -1930), που κάποια εποχή είχε 250 εργαζόμενους.
Εξαιρετικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, το εργοστάσιο βίωσε την ιστορική εξέλιξη της πόλης. Στους τοίχους του αποτυπώθηκαν ακόμα και οι σφαίρες απο τα Δεκεμβριάνα. Από το 1988 πέρασε στη δημοτική Αρχή, ανακαινίστηκε και άνοιξε για το κοινό.

Πηγή ΕΘΝΟΣ
 

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Παραδοσιακά επαγγέλματα : Τροχιστής μαχαιριών - Επιστροφή στο μέλλον

Ακονιστής - Φωτό : Αγονη γραμμή
O τροχιστής μαχαιριών και ψαλιδιών είναι μια από τις πολλές τέχνες που άνθισαν τις περασμένες δεκαετίες πριν αρχίσουν σιγά σιγά να εξαφανίζονται την εποχή της ευμάρειας, όταν τα παλιά εργαλεία παραμερίζονταν με ευκολία για να αντικατασταθούν με καινούργια.




«Με την κρίση έχει ανέβει το τρόχισμα. Ο κόσμος επισκευάζει πλέον τα ψαλίδια και τα μαχαίρια του», λέει ο Γιάννης Κοντοπίδης, τέταρτη γενιά στο τιμόνι της εταιρείας που ίδρυσε το 1926 ο προπάππους του, Μανώλης. «Είχε χυτήριο κοπτικών εργαλείων στην καρδιά της Αθήνας Κολοκοτρώνη και Αιόλου. Ελιωνε το μέταλλο που έμπαινε σε καλούπια και έπαιρνε διαφορετικής μορφής ψαλίδια. Είμαστε οι μοναδικοί στην Αθήνα στην κατασκευή ψαλιδιών», θυμάται την οικογενειακή ιστορία και συνεχίζει: «Το χυτήριο λειτούργησε μέχρι το 1959 οπότε και ο πατέρας μου, που είχε αναλάβει την επιχείρηση, ξεκίνησε την εισαγωγή γερμανικών ψαλιδιών και μαχαιριών Solingen. Σήμερα διαθέτουμε μια πλούσια γκάμα σε είδη ραπτικής».
Την εποχή εκείνη οι ράφτρες, οι κουρείς, οι κομμώτριες και οι χασάπηδες ήταν οι σταθεροί πελάτες που έκαναν παραγγελίες αλλά και πήγαιναν για τρόχισμα τα εργαλεία της δουλειάς τους. «Το κόστος παραγωγής, το ακριβό μέταλλο και τα εργατικά οδήγησαν την επιχείρηση στην επιλογή των εισαγόμενων.

Το τρόχισμα όμως, μια τέχνη που έχει οικογενειακή παράδοση, παραμένει σταθερό», υποστηρίζει ο Γ. Κοντοπίδης. Το τροχείο βρίσκεται στην Κολοκοτρώνη από τις αρχές του 1960. «Τα μικρά εργαστήρια και οι οικοτεχνίες που είχαν σταματήσει τα τελευταία χρόνια ξεκινούν πάλι. Τα ψαλίδια ραπτικής "παίρνουν φωτιά" στις σχολές ραπτικής που έχουν ανοίξει καινούργια τμήματα, αφού πολλοί νέοι, πλέον, στρέφονται εκεί», καταλήγει ο Γ. Κοντοπίδης.


  • Εμμ. Κοντοπίδης, Ψαλίδια & κοπτικά είδη, Κολοκοτρώνη 49, Αθήνα, τηλ: 210-3223285
Nίκη Mηταρέα
nmitarea@pegasus.gr
ΦΩTOΓΡAΦIΕΣ: Χάρης Γκίκας
gikas@pegasus.gr

 Πηγή ΕΘΝΟΣ
12.2.2012

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Στα βήματα της παλιάς Κρήτης (Εργαστήριο στιβανιών)



Οι λεβέντικες κρητικές μπότες, τα περίφημα στιβάνια, που φτιάχνονται στο χέρι, μοναδικές σαν τους κατόχους τους, τείνουν να εκλείψουν. Eνα από τα τελευταία εργαστήρια βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή των Σφακίων, στο χωριό Ασκύφου. Εκεί, ο Ιερώνυμος Γιαλεδάκης συνεχίζει την παράδοση του θείου του, Νίκου Γιαλεδάκη, και μαζί μας ξεναγούν σε αυτό την ιδιαίτερη τέχνη.

Στο μοναδικό εργαστήρι που συνεχίζει να φτιάχνει αυθεντικά στιβάνια στο δυτικό τμήμα του Νομού Χανίων, βρίσκεται στ' Ασκύφου. Σε αυτό το χωριό των Σφακίων που βρίσκεται 50 χλμ. από τα Χανιά και σε υψόμετρο 750 μέτρων, έμαθε την τέχνη του στιβανά ο Νίκος Γιαλεδάκης, ονομαστός σε όλη την περιοχή ως Γιαλές.
«Πρωτοξεκίνησα το 1945 δίπλα σε μαστόρους. Τότε κάθε χωριό είχε 2-3 τσαγκαράδικα που φτιάχνανε στιβάνια για τους βοσκούς. Τα βουνά ήτανε γεμάτα από δαύτους. Ερχόντανε με τα πόδια τέσσερις-πέντε ώρες δρόμο, τα παραγγέλνανε, τους έπαιρνα τα μέτρα και φεύγανε. Υστερα από μερικές μέρες επέστρεφαν κι αν δεν τα είχα έτοιμα, πίνανε καμιά τσικουδιά στο καφενείο ώσπου να περάσει η ώρα και να τους τα δώσω για να φύγουν πάλι στα κοπάδια τους. Οταν είχανε κουρά (το κούρεμα των προβάτων στα μαντριά), πήγαινα κι εγώ καμιά φορά στα μιτάτα τους και γλεντούσαμε όμορφα. Είναι ωραία η ζωή των βοσκών. Ανεξάρτητη. Δεν ανήκουν σε κανέναν. Σήμερα όμως πάνε να αφανίσουν την κτηνοτροφία. Εχει "φτηνίσει" η παραγωγή. Με κακή όρεξη είναι οι βοσκοί που κρατούν ακόμα. Εδώ πας στα Λευκά Ορη και καταναλώνουν ευρωπαϊκά τυριά οι ανθρώποι». Αδιανόητα πράγματα για τον ηλικιωμένο της ζωής, η καθάρια του σκέψη όμως είναι αληθινή και πέρα για πέρα επίκαιρη. Ας επιστρέψουμε όμως στα στιβάνια.


Η ονομασία τους προέρχεται από την ιταλική λέξη stivale, που σημαίνει μπότα, απομεινάρι της μακράς περιόδου της ενετοκρατίας στα Χανιά (1204 - 1669). Ταίριαξε ιδανικά ως υπόδημα στους κατοίκους της Κρήτης, καθώς ήταν ανθεκτικό, από δέρμα βοδινό, αδιάβροχο και «κρατούσε» το πόδι στα κακοτράχαλα και δύσβατα βουνά. «Τα αυθεντικά στιβάνια είναι χειροποίητα» συνεχίζει ο κ. Γιαλεδάκης και συμπληρώνει: «Χρειάζεσαι τρεις με τέσσερις μέρες για να τα φτιάξεις. Παλιά δούλευα 15 ώρες το 24ωρο, ειδικά το φθινόπωρο, που οι κτηνοτρόφοι κάνανε τις προετοιμασίες τους. Σήμερα κάνουμε κυρίως σχολιάτικα στιβάνια, δηλαδή για γάμους, χορευτικούς συλλόγους και τέτοια. Αλλάξανε οι εποχές. Μετά, ζητάγανε κι οι τουρίστες. Ο τόπος εδώ είναι "περάστρα" και στο διάβα τους ερχόντουσαν μέσα, βλέπανε να δουλεύουμε και θέλανε κι αυτοί. Εχω πάνω από μισό αιώνα σ' αυτήν τη δουλειά. Την αγάπησα όπως αγαπώ τον τόπο. Από τότε που έκανα δικό μου μαγαζί εδώ στ' Ασκύφου δεν το εγκατέλειψα ποτέ».


Ο συνεχιστής της παράδοσης
Ευτυχώς που η παράδοση συνεχίζεται μέσω του ανιψιού του Ιερώνυμου Γιαλεδάκη κι έτσι μπορεί όλος ο κόσμος που ενδιαφέρεται για τα στιβάνια να έχει ένα σημείο αναφοράς. Επιπλέον, και πιο σημαντικό, πρόκειται για το μοναδικό μαγαζί με αυθεντικά στιβάνια σε μία έκταση 880 τετ. χιλιομέτρων.
Το γαζωμένο δέρμα μπαίνει στο καλούπι-εξομοίωση του ποδιού, το επονομαζόμενο ''γαμπάλι'' και το αφήνουμε εκεί για ένα εικοσιτετράωρο περίπου. Κατόπιν καρφώνουμε τον πρώτο πάτο. Στη συνέχεια αφαιρούμε τις πρόκες και κολλάμε από κάτω τον δεύτερο πάτο, που είναι από πετσί, πάχους σχεδόν ενός πόντου, το οποίο στερεοποιούμε με ξυλόπροκες. Παλιά χρησιμοποιούσαν τις λεγόμενες προκαδούρες ή αλλιώς βιδόπροκες ενώ για σόλα τοποθετούσαν συχνά και λάστιχα αυτοκινήτου, παλιάς τεχνολογίας χωρίς σύρματα)».
Κάθε ζευγάρι στιβάνια είναι μοναδικό, σαν τον κάτοχο του. Είναι, άνετα, αδιάβροχα και ανθεκτικά, «βαριέσαι να τα φοράς», όπως μας τόνισαν χαρακτηριστικά κάποιοι άνθρωποι από εκεί. Συνεπώς, το κόστος των διακοσίων ευρώ, δικαιολογεί το μεράκι που απαιτείται γι' αυτήν τη δουλειά αλλά και την υπομονή που επιδεικνύει σήμερα ο Ιερώνυμος και παλαιότερα ο Νίκος Γιαλεδάκης.

Ιδιαίτερης προσοχής αξίζει το ότι τα στιβάνια είναι τόσο ενταγμένα στην παράδοση και την ιστορία της Κρήτης, που πολλές φορμές έχουν αποτελέσει αφορμή για μαντινάδες.
ΘΥΜΙΟΣ ΚΑΚΟΣ
thikakos@gmail.com
ΦΩTOΓΡAΦIEΣ: ΚΛΑΙΡΗ ΜΟΥΣΤΑΦΕΛΛΟΥ
http://www.moustafellou.com/

Πηγή ΕΘΝΟΣ
8.1.12

ShareThis