Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Κωνσταντίνος Κοπέλης : Ο τελευταίος καροποιός στην Ελλάδα (Λαγκαδάς)

Αυτοί που δεν γνωρίζουν την ύπαρξή του πηγαίνουν στην Αίγυπτο ή sτην Ιταλία. Αυτοί που τον γνωρίζουν, τρέχουν να μπουν στη σειρά αναμονής για να συντηρήσουν τα κάρα και τις άμαξές τους. Tα χέρια του Κωνσταντίνου Κόπελη κρατούν σφιχτά μια παράδοση που έχει σχεδόν εκλείψει, και με τις κινήσεις ενός καλλιτέχνη δημιουργεί και επισκευάζει «οχήματα» που προκαλούν συγκίνηση και νοσταλγία.

Τον συναντήσαμε στο εργαστήρι του στην Ασσηρο, χωμένο ανάμεσα σε αμόνια, άξονες και ρόδες. Στην αυλή του διάσπαρτα κάρα περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους. Προηγείται το κάρο ενός γεωργού της περιοχής και η άμαξα που προορίζεται για έναν γάμο στην Αίγινα. Το εργαστήρι είναι γεμάτο το μισό με ξύλα και το μισό με σίδερα. Μας δείχνει τους κορμούς των ξύλων, της πρώτης ύλης της χειροποίητης δουλειάς του, και λέει ότι τα προμηθεύεται από υλοτόμους της περιοχής του Αγίου Ορους. Οξιά, πουρνάρι, ακακία, δρυς. Το κάθε είδος για συγκεκριμένο κομμάτι της άμαξας. «Αυτό το ξύλο γίνεται κάρο που περπατάει», «οι ρόδες γίνονται από πουρνάρι, τον βασιλιά των ξύλων, και ο σκελετός από οξιά». Παρά τα 72 του χρόνια, ο χαρούμενος αυτός άνθρωπος δεν έχει σταματήσει να δουλεύει -και δεν το επιθυμεί άλλωστε.

Γεννήθηκε στην Ασσηρο, 22 χλμ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, από πατέρα γεωργό. Στα δεκατρία του έφυγε για τη συμπρωτεύουσα, για να μαθητεύσει πλάι στον Νικόλαο Χαφούζ, πρόσφυγα από την Ανδριανούπολη, και να μάθει την τέχνη του καροποιού. Η δημιουργική αυτή δουλειά τον συνεπήρε και διοχέτευσε σε αυτήν όλο του το μεράκι και την αγάπη. Είκοσι πέντε χρόνια μέσα σε εκείνη τη παράγκα από λαμαρίνες, της οδού Λαγκαδά 44. Μετά τον θάνατο του Χαφούζ το καροποιείο πέρασε στα χέρια του, μεταφέρθηκε στη Σταυρούπολη και εκείνος έγινε το αφεντικό. Ηταν η εποχή όπου η Θεσσαλονίκη είχε 40 καροποιούς. Το επάγγελμα γνώριζε άνθηση, καθώς τα κάρα και οι άμαξες εξακολουθούσαν να αποτελούν μέσο μεταφοράς κι εξυπηρέτησης. «Εκείνη την εποχή έφευγαν 6 άμαξες και κάρα τη βδομάδα, είχε πολύ δουλειά. Τώρα επισκευάζουμε ό,τι απέμεινε».
Το 1980 πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ασσηρο και να συνεχίσει εκεί να ασκεί το επάγγελμα που τόσο εξαιρετικά γνώριζε. Ο κ. Κόπελης είναι ξυλουργός, σιδεράς, τορναδόρος, ηλεκτροσυγκολλητής, εφαρμοστής, ακόμη και ζωγράφος. Εχει, όπως ο ίδιος λέει, δέκα ειδικότητες και φτιάχνει ανοιχτές και κλειστές άμαξες, σούστες, παϊτόνια, κάρα, όλα από το μηδέν και όλα χειροποίητα. «Υπάρχουν ορισμένοι ερασιτέχνες που μπορεί να δουλεύουν την οξυγονοκόλληση και να εφαρμόζουν τα υφάσματα, αλλά ρόδες δεν μπορεί να φτιάξει κανείς», λέει κατηγορηματικά.
Τα κάρα που επιστρέφουν

Το πιο συγκινητικό είναι όταν βλέπει τα κάρα και τις άμαξες που έφτιαξε πριν από πολλά χρόνια, να έρχονται ξανά στο εργαστήρι του για επισκευή. Παρότι έχει κατασκευάσει αμέτρητα, τα αναγνωρίζει αμέσως και χαίρεται πολύ. «Νιώθω σαν να μου φέρνουν έναν ασθενή που θα τον βάλω στο χειρουργικό τραπέζι να τον κάνω καλά. Ο χειρότερος εχθρός του κάρου είναι ο καιρός. Ζει ανάλογα με τη χρήση και τη φροντίδα που έχει. Ο κ. Κόπελης δηλώνει εργάτης. Το χαρούμενο πρόσωπό του μαρτυρά μόνο την καλοσύνη του κι όχι τους κόπους του. Ο ίδιος, αν και θεωρεί πως είναι στο ηλιοβασίλεμα της ζωής του, δεν τα παρατάει. «Οσο αντέχουν τα χέρια μου, θα δουλεύω. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω πάλι το ίδιο θα έκανα, αλλά θα έφτιαχνα ένα εργοστάσιο για να δουλεύουν κι άλλοι άνθρωποι. Δυστυχώς, όμως, στις μέρες μας δεν υπάρχει κανείς να τη συνεχίσει. Δεν ενδιαφέρονται οι νέοι, είναι βαριά δουλειά. Και να σκεφτείς ότι αυτήν τη στιγμή οι μόνοι ανταγωνιστές μας είναι οι Ιταλοί. Αυτοί ξέρουν να φτιάχνουν μέχρι και τις ρόδες».

Αυτήν τη στιγμή οι εναπομείναντες πελάτες του παραδοσιακού καροποιού είναι οι αμαξάδες που κάνουν βόλτες τους τουρίστες. Αίγινα, Χανιά, Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Σπέτσες, Μεσολόγγι, Νάουσα, Εδεσσα και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Πελάτες του, όμως, είναι κι αρκετοί επώνυμοι, παρουσιαστές, γιατροί, καλλιτέχνες κ.ά., που έχουν τις δημιουργίες ως διακοσμητικό στοιχείο του εξωτερικού τους χώρου. Ο ίδιος έχει σκεφτεί να φτιάξει ένα μουσείο με όλα τα είδη κάρου. Ηδη στο Λαογραφικό Μουσείο Θεσσαλονίκης φιλοξενούνται ως εκθέματα πολλές χειροποίητες κατασκευές, ενώ πολλά σχολεία τον επισκέπτονται κατά καιρούς για να πάρουν μια ιδέα από τη τέχνη του.
Εξήντα δύο χρόνια σκυμμένος πάνω από το αμόνι υπηρετεί τον συνάνθρωπό του με αγάπη. Χρήματα δεν έβγαλε πολλά γιατί, όπως λέει, «είχα να κάνω με φτωχούς ανθρώπους». Του έφτασαν, όμως, να ζήσει την οικογένειά του και να σπουδάσει τα δυό παιδιά του. Ο ίδιος δεν κατάλαβε ποτέ πως είναι θεματοφύλακας της ελληνικής παράδοσης. Οταν το National Geographic του έκανε αφιέρωμα και το Υπουργείο Πολιτισμού της Ολλανδίας τον συμπεριέλαβε σε λεύκωμα με επαγγέλματα που χάνονται, εκείνος το αντιμετώπισε στωϊκά...

  • Ενας καλλιτέχνης στο είδος του
    Ξυλουργός, σιδεράς, τορναδόρος, ηλεκτροσυγκολλητής, ακόμη και ζωγράφος, ο Κωνσταντίνος Κόπελης, ανάβει τη φωτιά για να πυρώσει το σίδερο που προορίζεται για κάποιο τμήμα της άμαξας. Με τη λαβίδα βγάζει το πυρωμένο σίδερο και με τη βοήθεια μιας σφήνας το χτυπάει στο αμόνι για να του δώσει την επιθυμητή μορφή. Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία και το σίδερο πάρει τη τελική μορφή, το σβήνει μέσα στο νερό.
ΕΥΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΧΡΥΣΑ ΝΙΚΟΛΕΡΗ
nikolerix@yahoo.com

Πηγή Εθνος
31.12.2011


2 σχόλια:

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Πολυ- και Καλλι-τέχνης ο άνθρωπος.


KAΛH XΡONIA!!!!!
ΑΓAΠH, ΥΓΕΙΑ, προσωπική και οικογενειακή ΓΑΛΗΝΗ, EIΡHNH στον κόσμο και ...ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ!!!

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

dyosmaraki είπε...

Από τους λιγοστούς εναπομείναντες Γλαρένια μου...Τόσες και τόσες τέχνες χάνονται μαζί με εκείνους που τις γνώριζαν.

Καλή χρονιά εύχομαι έστω και καθυστερημένα, ιδιαίτερα με ψυχραιμία όπως λες.

Φιλιά πολλά

ShareThis